μακρώτης

μακρώτης
μακρ-ώτης, ου, <*>, ([etym.] οὖς)
A long-eared, Tz.H.1.125.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μακρώτης — μακρώτης, ὁ (Μ) (προσωνυμία τού Μίδα) αυτός που έχει μακριά και δυσανάλογα με την υπόλοιπη μορφή του αφτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ώτης (< οὖς, ὠτός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”